κότος

κότος

κότος, , dauernder Zorn, Groll, nach den alten Erkl. stärker u. dauernder als χόλος u. μῆνις; vgl. Il. 1, 81, εἴ περ γάρ τε χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ, ἀλλά γε καὶ μετόπισϑεν ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ, wie 13, 516 δὴ γάρ οἱ ἔχεν κότον ἐμμενὲς αἰεί, Groll gegen ihn; ὅ τοι κότον ἔνϑετο ϑυμῷ Od. 11, 102, welcher Zorn gegen dich gefaßt hat; auch τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔϑεσϑε, Il. 8, 449; ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pind. P. 8, 9; oft bei Aesch., δαιμόνων κότῳ Ag. 621, wie Διός u. ä. öfter; ὀλέϑριον πνέουσ' ἐν ἐχϑροῖς κότον, Zorn schnauben, Ch. 940, vgl. Eum. 804; Soph. hat das Wort gar nicht, Eur. nur Rhes. 827, μὴ κότον μοι ἐφῇς. – In Prosa erst bei Sp., wie D. Hal. 9, 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… …   Dictionary of Greek

  • κότος — grudge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότε — κότος grudge masc voc sg πότε when? at what time? ionic (indeclform interrog) κοτε , ποτέ ionic (enclitic indeclform particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότον — κότος grudge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότου — κότος grudge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότων — κότος grudge masc gen pl κοτάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κοτάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότῳ — κότος grudge masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόκοτος — μεγαλόκοτος, ον (Α) πολύ οργισμένος. επίρρ... μεγαλοκότως (Α) με μεγάλη οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κότος «οργή» (πρβλ. βαρύ κοτος, νεό κοτος)] …   Dictionary of Greek

  • νεόκοτος — και νεοκότος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο καινοφανής, ο πρωτάκουστος («κακὰ νεόκοτα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κότος «οργή, μίσος» (πρβλ. αλλό κοτος, βαρὐ κοτος)] …   Dictionary of Greek

  • υπέρκοτος — ον, Α υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος. επίρρ... ὑπερκότως Α με υπέρκοτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγ κοτος, ἐπί κοτος)] …   Dictionary of Greek

  • γεγηρακότος — γεγηρᾱκότος , γηράσκω grow old perf part act masc/neut gen sg (attic) γεγηρᾱκότος , γηράω grow old perf part act masc/neut gen sg (attic) γεγηρᾱκότος , γηράω grow old perf part act masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”