κόσμος

κόσμος

κόσμος, (nach den Alten von κομέω, vgl. aber κάδμος, κέκασμαι, καίνυμαι), 1) Schmuck, Zierde; ἐπειδὴ πάντα περὶ χροῒ ϑήκατο κόσμον Il. 14, 187, von Frauenputz, wie Hes. O. 76; von Pferdeschmuck, Il. 4, 145; γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας Pind. Ol. 3, 13; αἰγλᾶντα κόσμον P. 2, 10, öfter; Tragg.; κόσμῳ τε χαίρων καὶ στολῇ Soph. Trach. 764; auch im plur., Aesch. Ag. 1244; οὐ στέφανοι οὐδ' ἐπίχρυσοι κόσμοι Plat. Legg. VII, 800 e; γυναικεῖος κόσμος, Frauenputz, Rep. II, 373 c; übertr., γυναιξὶν κόσμον ἡ σιγὴ φέρει Soph. Ai. 286; so sagt die Panthea zu ihrem Manne σὺ γὰρ ἔμοιγε μέγιστος κόσμος ἔσει, Xen. Cyr. 6, 4, 2; οἷς κόσμος καλῶς τοῦτο δρᾶν, es gereicht ihnen zur Zierde, ist ihnen Ehre, Thuc. 1, 5, wie Her. οὐκ ἔφερέ οἱ κόσμον 8, 60, vgl. 142. Auch vom Schmuck der Rede, Arist. rhet. 3, 7 poet. 36. – 2) die Ordnung; οὐ κόσμῳ παρὰ ναῦφιν ἐλευσόμεϑα, in Ordnung, Il. 12, 225; τοὶ δὲ κάϑιζον ἐπὶ κληϊσιν ἕκαστοι κόσμῳ, sie saßen in geordneter Reihe, Od. 13, 77; διάϑες τόδε κόσμῳ Ar. Av. 1331; in Prosa, ὡς δὲ κόσμῳ ἐπεξῆς ἵζοντο Her. 8, 67, κόσμῳ ϑέντες τὰ πάντα πρήγματα, von den Göttern, Alles anordnend, 2, 52, vgl. 7, 36; οἱ Αἰγύπτιοι ἔφευγον οὐδενὶ κόσμῳ, ohne alle Ordnung, 3, 13; auch οἱ Πέρσαι ἔφευγον οὐδένα κόσμον, 9, 65, öfter; auch τῶν Ἑλλήνων σὺν κόσμῳ ναυμαχεόντων κατὰ τάξιν, 8, 86; κόσμου καὶ τάξεως τυχοῦσα οἰκία Plat. Gorg. 504 a; Sp., wie Pol. 4, 71, 11; D. Hsl. 1, 24; ᾄδειν κατ' οὐδένα κόσμον Plut. Nicia. 3; ἀτάκτως καὶ οὐδενὶ κόσμῳ προςπίπτοντες verbindet Thuc. 3, 108, wie Aesch. τὸ δεξιὸν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας ἡγεῖτο κόσμῳ, Pers. 393; ἐν κόσμῳ πίνειν Plat. Conv. 223 b; οὐδένα κόσμον ἐμπιπλάμενοι, unmäßig, Her. 8, 117. – Bei Hom. oft κατὰ κόσμον der Ordnung, dem Anstand u. den guten Sitten gemäß, mit Anstand, nach Gebühr; εἰπὼν οὐ κατὰ κόσμον Od. 8, 179; μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον Il. 2, 214; auch verstärkt, εὖ κατὰ κόσμον, 10, 472 u. öfter; so auch εἴρηκας ἀμφὶ κόσμον ἀψευδῆ λόγον Aesch. Suppl. 243. – Daher = ordentliche Einrichtung, Anordnung; ἵππου κόσμον ἄεισον, des hölzernen Pferdes, Od. 8, 492; gesetzliche Ordnung, Staatseinrichtung, βουλομένων μεταστῆσαι τὸν κόσμον καὶ ἐς δημοκρατίαν τρέψαι Thuc. 4, 46; μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κόσμῳ 9, 72, vgl. 64. 72; κόσμον τόνδε καταστησάμενος Her. 1, 99; τῆς πολιτείας Isocr. 12, 116. – 3) bei den Kretern eine Obrigkeit, den spartanischen Ephoren entsprechend, Arist. polit. 2, 8; Inscr. – 4) die Weltordnung, das Weltall, die Welt, weil sich in der wunderbaren Anordnung aller ihrer Theile die höchste Ordnung kund giebt; zuerst von Pythagoras so bezeichnet (Bentley opusc. philol. p. 347. 445); nach ihm von Empedocles, vgl. Sturz p. 526; als Kunstausdruck bei den Philosophen, bes. von Aristoteles an geläufig; ποταγορεύεται ὁ κόσμος ἀπὸ τᾶς τῶν πάντων διακοσμάσιος Callicrat. bei Stob. fl. 85, 17.; über den Begriff des Wortes bei den Stoikern vgl. D. L. 7, 137; – bes. der Himmel u. die Himmelskörper, vgl. Plat. Tim. 28 b Gorg. 508 a Epin. 977 b; ἅπασα γῆ ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένη Isocr. 4, 179; vgl. Pol. 12, 25, 7; ὁ περὶ τὴν γῆν ὅλος κόσμος Arist. Meteorl. 1, 2; τὸν ὅλον κόσμον καὶ τὰ ϑεῖα καὶ τὰς καλουμένας ὥρας νόμος καὶ τάξις διοικεῖν φαίνεται Dem. 26, 27; auch Anth. oft, wie Nonn.; später bei den K. S., wo es wie im N. T. auch das Irdische im Gegensatz zum Göttlichen bezeichnet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόσμος — order masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — ο 1. το σύμπαν, η οικουμένη, η γη: Όλον τον κόσμο γύρισα να βρω γλυκό σταφύλι (δημ. τραγ.). 2. η ανθρωπότητα, η κοινωνία: Δε με μέλει τι θα πει ο κόσμος. 3. ορισμένη επαγγελματική ή κοινωνική τάξη: Ο υπαλληλικός κόσμος κατέβηκε σε απεργία. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κόσμος νοερός —         (kosmos noeros) (греч.) космос мыслящий (интеллектуальный). В неоплатонизме бытие, жизнь и мышление, воспроизводящие мир идей. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл …   Философская энциклопедия

  • Κόσμος νοητός —         (kosmos noetos) (греч.) космос мыслимый (интеллигибельный). В неоплатонизме мир самодовлеющих идей, прообразов. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв …   Философская энциклопедия

  • Ὁ κόσμος ἐποντίζετο καὶ ἡ ἑμὴ γυνὴ ἐστολίζετο. — ὁ κόσμος ἐποντίζετο καὶ ἡ ἑμὴ γυνὴ ἐστολίζετο. См. По мне хоть трава не расти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • νυδιάστατος κόσμος — Ορολογία στη μαθηματική επιστήμη με προεκτάσεις στη φιλοσοφία. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα η ευκλείδια γεωμετρία που περιγράφει τρισδιάστατα συστήματα έπαψε να αποτελεί το κύριο εργαλείο στα χέρια των μαθηματικών. Σε αυτό συντέλεσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • Ελεύθερος Κόσμος — Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα που κυκλοφόρησε στο διάστημα 1966 82. Ιδρύθηκε από τον Σ. Κωνσταντόπουλο …   Dictionary of Greek

  • Νέος Κόσμος — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα (1849 54). 2. Εβδομαδιαίο φιλολογικό και πολιτικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1893 με έδρα τη Βοστόνη. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα (1920 24). Ιδρύθηκε από τον Γ. Α. Γιαννικόπουλο με έδρα… …   Dictionary of Greek

  • κόσμω — κόσμος order masc nom/voc/acc dual κόσμος order masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Космос — (Κόσμος) первоначально синоним порядка, гармонии, красоты , со временем стало обозначать мир или вселенную . По преданию, впервые назвал мир этим именем Пифагор, ввиду пропорциональности и гармонии его частей. Согласно с этим, у всех греческих… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”