κωμῳδό-γελως

κωμῳδό-γελως

κωμῳδό-γελως, ωτος, ὁ, = κωμῳδός, Phalaec. 2 (XIII, 6).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλαυσίγελως — ο (Α κλαυσίγελως, έλωτος) 1. γέλιο ανάμικτο με κλάματα, κλάμα από χαρά, το να κλαίει και να γελά κάποιος ταυτόχρονα («κλαυσίγελως εἶχε πάντας», Ξεν.) 2. παρωνύμιο τής εταίρας Φρύνης, στον Αθήναιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”