- κωλῡτήριος
κωλῡτήριος, verhindernd, σημεῖα κωλυτήρια τοῦ πράττειν D. Hal. 11, 62; τὰ κωλυτήρια, Opfer, um Etwas abzuwenden, Iambl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωλῡτήριος, verhindernd, σημεῖα κωλυτήρια τοῦ πράττειν D. Hal. 11, 62; τὰ κωλυτήρια, Opfer, um Etwas abzuwenden, Iambl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωλυτήριος — preventive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτήριος — α, ο (Α κωλυτήριος, ία ον) [κωλυτήρ] αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κωλυτήριο(ν) χοντρό σχοινί με το οποίο δενόταν σφιχτά το πυροβόλο στη βάση του για να αποφευχθεί ο ανατροχασμός του κατά την εκπυρσοκρότηση αρχ. το … Dictionary of Greek
κωλυτηρίων — κωλυτήριον preventive neut gen pl κωλυτήριος preventive fem gen pl κωλυτήριος preventive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτήριον — preventive neut nom/voc/acc sg κωλυτήριος preventive masc acc sg κωλυτήριος preventive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτηρίοις — κωλυτήριον preventive neut dat pl κωλυτήριος preventive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυτήρια — κωλυτήριον preventive neut nom/voc/acc pl κωλυτήριος preventive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)