- ζωο-θηρικός
ζωο-θηρικός, ή, όν, diese Jagd betreffend, Plat. Soph. 220 a; ἡ -κή, sc. τέχνη, 222 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωο-θηρικός, ή, όν, diese Jagd betreffend, Plat. Soph. 220 a; ἡ -κή, sc. τέχνη, 222 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεζοθηρικός — ή, όν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι χερσαίων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + θηρικός (< θηρία < θήρ), πρβλ. ζωο θηρικός] … Dictionary of Greek