- κωνο-φόρος
κωνο-φόρος, Zapfen (vgl. κῶνος a) tragend, wie die Kiefern u. ähnliche Bäume, Theophr.; ϑύρσου χλοερὸν κωνοφόρον κάμακα Phalaec. 3 ( VI, 165).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωνο-φόρος, Zapfen (vgl. κῶνος a) tragend, wie die Kiefern u. ähnliche Bäume, Theophr.; ϑύρσου χλοερὸν κωνοφόρον κάμακα Phalaec. 3 ( VI, 165).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιεραφόρος — ἱεραφόρος και ἱεροφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει ιερά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερά, πληθ. τού ιερόν + φόρος (< φέρω), πρβλ. ζωνο φόρος, κωνο φόρος] … Dictionary of Greek
σπερμοβλαστοφόρος — ο, Ν φρ. α) «σπερμοβλαστοφόρο λέπι» βοτ. το λέπι που φέρει τις σπερματικές βλάστες και στη συνέχεια τα σπέρματα στον θηλυκό κώνο τών κωνοφόρων δένδρων β) «σπερμοβλαστοφόρος κώνος» βοτ. ο θηλυκός κώνος τών κωνοφόρων δένδρων ο οποίος φέρει τα… … Dictionary of Greek