γυάλας

γυάλας

γυάλας, , nach Ath. XI, 467 c bei den Megarensern ein Becher, verwandt mit γύαλον, τό.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γυάλας — γυάλας, ο (Α) βλ. γυάλα (II) …   Dictionary of Greek

  • γυάλας — γυάλᾱς , γυάλας a masc acc pl γυάλᾱς , γυάλας a masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυαλάς — ο [γυαλί] 1. εργάτης σε γυαλάδικο ή τεχνίτης κατασκευής και επεξεργασίας γυάλινων αντικειμένων 2. πωλητής γυαλικών …   Dictionary of Greek

  • γυάλην — γυάλας a masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυάλης — γυάλας a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυάλα — γυάλᾱ , γυάλας a masc nom/voc/acc dual γυάλας a masc voc sg γυάλᾱ , γυάλας a masc gen sg (doric aeolic) γυάλας a masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυάλαν — γυάλᾱν , γυάλας a masc acc sg (epic doric aeolic) γυάλας a masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυάλα — (I) η [γυαλί] γυάλινο δοχείο, αρκετά μεγάλο, με πλατύ στόμιο. (II) γυάλα, η και γυάλας, ο (Α) [γύαλον] είδος ποτηριού …   Dictionary of Greek

  • υαλάς — και οἱαλᾱς, ᾱ, ὁ, Α υαλουργός, γυαλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. ᾶς τού καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. μαχαιρ ᾶς). Η γραφή τής λ. με οι απαντά την εποχή που η δίφθογγος οι είχε συμπέσει στην προφορά με το υ /u/] …   Dictionary of Greek

  • υαλοπώλης — ο έμπορος που πουλάει γυάλινα αντικείμενα, γυαλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυάλου — γύαλον hollow neut gen sg γύαλος cubical stone masc gen sg γυάλας a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”