προ-ακούω

προ-ακούω

προ-ακούω (s. ἀκούω), vorher, voraus hören; προακήκοε ὅτι, Her. 8, 79; Dem. 24, 17 u. öfter; προακηκοότες καὶ ἐν τοῖς πρόσϑεν, Plat. Legg. VII, 797 a; οἱ προακηκοότες τῶν ἐνυπνίων, Pol. 10, 5, 5; Sp., wie Plut. u. Luc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προενωτίζομαι — Μ ακούω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνωτίζομαι «ακούω με προσοχή»] …   Dictionary of Greek

  • προκλύω — Α ακούω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλύω «ακούω, πληροφορούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… …   Православная энциклопедия

  • βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ …   Dictionary of Greek

  • συντίθημι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντίθημι και συντιθῶ, έω, Α [τίθημι] νεοελλ. (μόνο το μέσ.) συντίθεμαι σύγκειμαι, αποτελούμαι («το έργο είναι συντεθειμένο από πολλά μέρη») μσν. αρχ. 1. συνενώνω («φύσις πυρὸς... συνετέθη τῇ φύσει τοῡ σιδηροῡ», Λεόντ. Ιερ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”