- κυν-άνθρωπος
κυν-άνθρωπος, ὁ, der Hundemensch, auch ἡ κυν. νόσος, eine Krankheit. S. λυκάνϑρωπος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυν-άνθρωπος, ὁ, der Hundemensch, auch ἡ κυν. νόσος, eine Krankheit. S. λυκάνϑρωπος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέρκωψ — Ποιητής από τη Μίλητο, που έζησε σε αδιευκρίνιστη περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρείτο Ορφικός και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ποιητής όλων των έργων που αποδίδονταν στον Ορφέα. Τα ποιήματα Ιερός Λόγος και Εις Άδου κατάβασιν θεωρούνται… … Dictionary of Greek