- πρός-ορθρος
πρός-ορθρος, gegen Morgen, in dor. Form πότορϑρον, adverbial, Theocr. 5, 126.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρός-ορθρος, gegen Morgen, in dor. Form πότορϑρον, adverbial, Theocr. 5, 126.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
u̯erdh-, u̯redh- — u̯erdh , u̯redh English meaning: to grow; high Deutsche Übersetzung: “wachsen, steigen; hoch” Material: O.Ind. várdhati, várdhatē, vr̥dháti “wächst, mehrt sich”, várdha m. “das Fördern”, vardháyati “makes grow”, vr̥ddhá “ grown,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ορθαγορίσκος — ο (Α ὀρθαγορίσκος) νεοελλ. ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο αρχ. 1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. τού τυράννου … Dictionary of Greek
утро — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. ὄρθρος, πρωί) раннее время, начало дня; нареч.… … Словарь церковнославянского языка
πότορθρος — ον, Α (δωρ. τ.) 1. πρόσορθος* 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ πότορθρον κατά τη χαραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ὄρθρος) … Dictionary of Greek
Κουτσουλέλος, Δημήτριος — (Ασβέστης Φθιώτιδας 1923 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Λαμίας και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπηρέτησε ως δάσκαλος, διευθυντής δημοτικών σχολείων, επιθεωρητής, νομαρχιακός επιθεωρητής και… … Dictionary of Greek