- γυναικό-θῡμος
γυναικό-θῡμος, von weibischem Muth u. Sinn, Sp. – Adv., Pol. 2, 8, 12. 32, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυναικό-θῡμος, von weibischem Muth u. Sinn, Sp. – Adv., Pol. 2, 8, 12. 32, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοσόθυμος — νοσόθυμος, ον (Α) ψυχικά άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + θυμός (πρβλ. γυναικό θυμος, θηρό θυμος)] … Dictionary of Greek