- κυβιστέω
κυβιστέω, dasselbe; ὑπὲρ πόντοιο κυβίστεον ἀσπαλιῆες Opp. Cyn. 4, 263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβιστέω, dasselbe; ὑπὲρ πόντοιο κυβίστεον ἀσπαλιῆες Opp. Cyn. 4, 263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβιστώ — και κυβισταίνω (Α κυβιστῶ, άω, ιων. τ. κυβιστέω) βάζω το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω και αναστρέφομαι, κάνω ακροβατικό ελιγμό με το κεφάλι προς τα κάτω, κάνω τούμπα («ἦ μάλ ἐλαφρὸς ἀνήρ, ὡς ῥεῑα κυβιστᾷ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ψάρι) βυθίζομαι … Dictionary of Greek