κυρω

κυρω

κυρω, fut. κύρσω, poet. Stammform von κυρέω, zufällig treffen, wohinein gerathen, erlangen; Hom. hat das praes. med. in dieser Bdtg, ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅγε κύρεται, ἄλλοτε δ' ἐσϑλῷ, bald geräth er in Unglück. bald in Glück, Il. 24, 530; πήματι κῦρσαι Hes. O. 693; λέων σώματι κύρσας, der auf einen Leichnam stieß, Sc. 426; das praes. act. nur sp. D., πυραμίδες ἄκρα μέτωπα κύρουσιν χρυσέοις ἀστράσι Ep. ad. 318 (710), sie reichen an die goldenen Sterne, wie Ap. Rh. ἂμ πέλαγος τετραμμένη αἰϑέρι κύρει 2, 363; vgl. ἠέρι κῠρον πέτραι 4, 945 u. μέγα δένδρεον αἰϑέρι κῦρον Callim. Cer. 38; – auch mit dem gen., μελάϑρου κῦρε κάρη, bis an die Decke reichte das Haupt, H. h. Cer. 189; vgl. αἰϑερίας νεφέλας κύρσαιμι Soph. O. C. 1085; – αἰὲν ἐπ' αὐχένι κῠρε δουρὸς ἀκωκῇ, immer trachtete er mit der Lanzenspitze nach dem Nacken, suchte des Gegners Nacken zu treffen, Il. 23, 821; λέων ἐπὶ σώματι κύρσας 3, 23, wie oben der einfache dat.; – τινός, erlangen; πικροῠ δ' ἔκυρσας μνηστῆρος Aesch. Prom. 741; πάλου δ' ἔκυρσα Pers. 765, vgl. Eum. 891; τὸν ἄϑλιον αἰδοῦς κῦρσαι Soph. O. C. 247; ὦ τέκνα, μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε Eur. Med. 1363, vgl. Ion 1105. 1269; – auch c. acc., ἀτερπέα δ' αὖλιν ἔκυρσαν Opp. Hal. 1, 34. – Wie κυρέω, sich ereignen, τί ποτ' αὐτίκα κύρσει Soph. O. C. 225, wo der Schol. erkl. τί προβήσεται ἡμῖν; u. mit dem partic. = τυγχάνω, ϑύων ἔκυρον O. C. 1161.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύρω — (Α) βλ. κυρώ (Ι) …   Dictionary of Greek

  • κυρώ — (I) κυρῶ, έω και κύρω (Α) 1. συναντώ τυχαία, πέφτω επάνω («ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ ἐσθλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προσκρούω 3. φθάνω έως... (α. «μέγα δένδρεον αἰθέρι κῡρον», Καλλ.) β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», Σοφ.) γ. «ἐπ ἀκταῑς νιν… …   Dictionary of Greek

  • κυρῶ — κυρέω hit pres subj act 1st sg (attic epic doric) κυρέω hit pres ind act 1st sg (attic epic doric) κῡρῶ , κυρόω confirm pres subj act 1st sg κῡρῶ , κυρόω confirm pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύρω — Κύ̱ρω , Κῦρος the elder Cyrus masc nom/voc/acc dual Κύ̱ρω , Κῦρος the elder Cyrus masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρω — κύ̱ρω , κυρέω hit pres subj act 1st sg κύ̱ρω , κυρέω hit pres ind act 1st sg κύ̱ρω , κυρόω confirm pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κύ̱ρω , κυρόω confirm imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύρῳ — Κύ̱ρῳ , Κῦρος the elder Cyrus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ …   Dictionary of Greek

  • παρακύρω — Α συναντώ τυχαία, παρατυγχάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κύρω «συναντώ» (πρβλ. προσ κύρω, συγ κύρω)] …   Dictionary of Greek

  • προσκυρώ — (I) έω, και προσκύρω, Α 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς ένα μέρος, προσεγγίζω, φτάνω κάπου («προσέκυρσε Κυθήροις», Ησίοδ.) 2. συνάπτομαι, συνδέομαι («ἕλος παπυρικὸν ὃ προσκυρεῑ τῇ λεγομένῃ Βαθείᾳ», επιγρ.) 3. συνορεύω 4. συναντώ κάποιον 5. πέφτω… …   Dictionary of Greek

  • συγκυρώ — (I) έω, ΜΑ (για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχη αρχ. 1. συναντώμαι κατά τύχη 2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ. β. «εὐτυχία συγκυρεῑν», Φιλόδ.) 3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω)… …   Dictionary of Greek

  • συγκύρω — Α 1. ανήκω, υπάγομαι σε κάτι ή σε κάποιον 2. γειτνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κύρω, άλλος τ. τού κυρώ (Ι) «αποκτώ, συναντώ τυχαία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”