κυρτών

κυρτών

κυρτών, ῶνος, ὁ, der Bucklige, Crates bei D. L. 6, 92.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυρτών — κυρτών, ῶνος, ὁ (Α) [κυρτός] καμπούρης …   Dictionary of Greek

  • κυρτών — hunchback masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτῶν — κύρτη weel fem gen pl κυρτός bulging fem gen pl κυρτός bulging masc/neut gen pl κυρτόω hump up pres part act masc voc sg (doric aeolic) κυρτόω hump up pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κυρτόω hump up pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρτων — κύρτος weels masc gen pl κυρτόω hump up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κυρτόω hump up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτώνων — κυρτών hunchback masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτοπο — το, Ν μαθημ. κυρτό υποσύνολο ενός πολυδιάστατου ευκλείδειου χώρου Rn(n>3), αντίστοιχο τών κυρτών πολυγώνων τού R2 (επίπεδου) και τών κυρτών πολυέδρων τού R3 (χώρου) …   Dictionary of Greek

  • κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

  • κυρτώνω — (AM κυρτῶ, όω) [κυρτός] 1. κάμπτω κάτι ώσπου να σχηματίσει τόξο, λυγίζω, καμπυλώνω («κυρτῶν τε νῶτα κεἰς κέρας παρεμβλέπων», Ευρ.) 2. είμαι ή γίνομαι καμπούρης, καμπουριάζω νεοελλ. κάνω κάτι καμπύλο προς τα έξω, ανακυρτώνω μσν. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • σκούαλος — (squalus acanthias ή acanthias vnlgaris). Σελάχιος της οικογένειας των Σκουαλιδών, της τάξης των σκουαλόμορφων. Το ψάρι αυτό, μήκους κατά μέσο όρο 85 εκ., έχει πολύ ευλύγιστο σώμα και οι άνω και κάτω γνάθοι του είναι εφοδιασμένοι με έξι σειρές… …   Dictionary of Greek

  • στλεγγίδα — η / στλεγγίς, ίδος, ΝΑ, και οτεγγίς και στελγγίς και στελγίς και στελεγγίς και στεργίς και στλιγγίς και στρεγγίς και αρσ. τ. στλέγγος, Α (στην αρχ. Ελλάδα) είδος ξύστρας, συνήθως χάλκινης, σε σχήμα κυκλικού κοχλιαρίου την οποία χρησιμοποιούσαν οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”