κτητικός

κτητικός

κτητικός, geschickt zu erwerben; τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων Isocr. 12, 242; vgl. Strab. XVI, 783; ἡ κτητικὴ τέχνη, Erwerbungskunst, Plat. Soph. 219 c; Arist. Pol. 1, 4; – den Besitz betreffend, ihn bezeichnend; ἀντωνυμίαι, pronomina possessiva, Gramm.; Adjectiva, κτητικά (ἐπίϑετα), die auf κός, z. B. Κορινϑιακός, Steph. Byz. und A. – Auch adv., Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτητικός — acquisitive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικός — ή, ό (AM κτητικός, ή, όν) [κτητός] 1. αυτός που έχει τάση, διάθεση, εμπειρία ή επιτηδειότητα να αποκτά κάτι («τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων», Ισοκρ.) 2. γραμμ. αυτός που δηλώνει κτήση, που… …   Dictionary of Greek

  • κτητικός — ή, ό στη γραμματική, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτήση, αυτός που δηλώνει κτήση: Σήμερα μάθαμε τις κτητικές αντωνυμίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτητικά — κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc pl κτητικά̱ , κτητικός acquisitive fem nom/voc/acc dual κτητικά̱ , κτητικός acquisitive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικώτερον — κτητικός acquisitive adverbial comp κτητικός acquisitive masc acc comp sg κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικῶν — κτητικός acquisitive fem gen pl κτητικός acquisitive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικόν — κτητικός acquisitive masc acc sg κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικαῖς — κτητικός acquisitive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικαί — κτητικός acquisitive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικοῖς — κτητικός acquisitive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικοί — κτητικός acquisitive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”