- προβατία
προβατία, ἡ, bei Strab. v. l. für προβατεία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβατία, ἡ, bei Strab. v. l. für προβατεία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβάτια — προβάτιον little sheep neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβριάζω — και μεσημβρίζω και ποιητ. τ. μεσημβριῶ, άω (Α) [μεσημβρία] 1. διέρχομαι τη μεσημβρία, περνώ το μεσημέρι, αναπαύομαι κατά το μεσημέρι («ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὔδειν», Πλάτ.) 2. (για τον Ήλιο ή τους αστέρες) βρίσκομαι στον… … Dictionary of Greek