κρέας

κρέας

κρέας, τό, dor. auch κρῆς, nach Greg. Cor. 235; vgl. Ar. Ach. 795; Theocr. 1, 6; Sophron bei Ath. III, 87 a (sanscr. krawja, lat. caro); gen. κρέατος, att. κρέως; plur. τὰ κρέατα, Hom. gew. τὰ κρέα, nach Greg. Cor. 359 auch κρῆ; gen. κρεάτων, gew. κρεῶν, p. κρειῶν, Od. 9, 8 u. öfter; – das Fleisch, Hom. u. Folgde überall; im plur. Fleischstücke, zum Essen zubereitetes Fleisch; κρέα τ' ὀρνίϑεια κιχηλᾶν Ar. Nubb. 339; ἑφϑά Her. 3, 23; βόεια Plat. Rep. I, 338 c; τὰ σμικρὰ κρέα κατακόψαντα ἕψειν καὶ ὀπτᾶν Euthyd. 301 c; ἐγένετο ἑκάστῳ τρία κρέα ἢ καὶ πλείω Xen. Cyr. 2, 2; 1, wie Antiphan. bei Ath. IV, 130 f. – Auch = der Körper, Soph. frg. 650, Ar. Ran. 190, u. sonst in der gemeinen Umgangssprache.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρέας — flesh neut nom/voc/acc sg κρέᾱς , κρέας flesh neut gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • κρέας — το, ατος 1. σάρκα ανθρώπου ή ζώου. 2. η σάρκα των σφαγίων. 3. φρ., «Tου κανες τα μούτρα κρέας» σημαίνει ότι δεν κατόρθωσες να τον κάνεις να ντραπεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεατώνω — [κρέας] 1. αποκτώ σάρκες, αυξάνονται οι μύες τού σώματός μου («κρεατώσανε τ αρνιά») 2. (για πληγή) επουλώνομαι …   Dictionary of Greek

  • κρειῶν — κρέας flesh neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεάων — κρέας flesh neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεῶν — κρέας flesh neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρῆς — κρέας flesh neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέα — κρέας flesh neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέαος — κρέας flesh neut gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέασι — κρέας flesh neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”