- προβατο-γνώμων
προβατο-γνώμων, ον, die Heerde beurtheilend, kennend, übertr., ὅςτις δ' ἀγαϑὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαϑεῖν ὄμματα φωτός, Aesch. Ag. 769, wer ein guter Hirte des Volks ist und es kennt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβατο-γνώμων, ον, die Heerde beurtheilend, kennend, übertr., ὅςτις δ' ἀγαϑὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαϑεῖν ὄμματα φωτός, Aesch. Ag. 769, wer ein guter Hirte des Volks ist und es kennt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνογνώμων — κυνογνώμων, ον (Μ) αναίσχυντος, αναιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο γνώμων, προβατο γνώμων] … Dictionary of Greek
ιππογνώμων — ἱππογνώμων, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί να εκφέρει ορθή κρίση για ίππους 2. ταχύς ή οξύς στην κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + γνώμων (< γνώμη < γιγνώσκω), πρβλ. αργυρο γνώμων, προβατο γνώμων] … Dictionary of Greek