προβατο-τρόφος

προβατο-τρόφος

προβατο-τρόφος, Schafe nährend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τεθριπποτρόφος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει ή μπορεί να θρέψει τέσσερα άλογα για το άρμα του 2. (κατ επέκτ.) εύπορος, πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. προβατο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • μηλοτρόφος — μηλοτρόφος, ον (Α) αυτός που εκτρέφει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + τρόφος (< τρέφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”