- κρηνίς [2]
κρηνίς, ίδος, ἡ, = κρηνιάς; αἱ Κρανίδες Hosch. 3, 29, Quellnymphen; vgl. Schol. Theocr. 1, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρηνίς, ίδος, ἡ, = κρηνιάς; αἱ Κρανίδες Hosch. 3, 29, Quellnymphen; vgl. Schol. Theocr. 1, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρηνίς — κρηνίς, ῑδος, ἡ (Α) [κρήνη] 1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.) 2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδες η πόλη Φίλιπποι τής Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», Στράβ.) … Dictionary of Greek
Κρηνίς — Fr.anon. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηνίς — κρηνί̱ς , κρηνίς Fr.anon. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηνῖδας — κρηνίς Fr.anon. fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηνῖδες — κρηνίς Fr.anon. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηνῖδος — κρηνίς Fr.anon. fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρηνίδα — Κρηνίς Fr.anon. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρηνίδας — Κρηνίς Fr.anon. fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρηνίδες — Κρηνίς Fr.anon. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρηνίδος — Κρηνίς Fr.anon. fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρηνίδων — Κρηνίς Fr.anon. fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)