κρημνός

κρημνός

κρημνός, ὁ (κρεμάννυμι), ein abschüssiger, steiler, jäher Ort, Abhang, abschüssiger Berg- u. Uferrand; Il. 21, 233; ποταμοῖο κατὰ δεινοῖο ῥέεϑρα πτῶσσον ὑπὸ κρημνούς 21, 26; Ἀλφεοῠ Pind. Ol. 3, 23; von einem Graben, κρημνοὶ γὰρ ἐπηρεφέες περὶ πᾶσαν ἕστασαν ἀμφοτέρωϑεν Il. 12, 53, öfter; Μυσίων ἀπὸ κρημνῶν Soph. Ai. 721; Eur. Hipp. 124; schroffe Felsenmauer, Ar. Equ. 633; κατὰ τῶν κρημνῶν ῥίπτοντες ἑαυτούς, βιασϑέντες ἅλλεσϑαι Thuc. 7, 45, wie κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες Plat. Legg. XII, 944 a, Sp., wie Pol. 3, 55, 6. – Bei Galen. die Schamlefzen, wie Poll. 2, 174. – Auch der Rand eines Geschwüres, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρημνός — overhanging bank masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρημνός — ο (AM κρημνός) απότομο πρανές με γεώδη υλικά που είναι σχεδόν κατακόρυφο και σχηματίζεται κατά μήκος τών ακτογραμμών ή τών κλιτύων, γκρεμός («θαλάσσιος κρημνός») νεοελλ. ιατρ. τμήμα ιστού ή οστού στο οποίο διατηρούνται τα τροφοφόρα αγγεία και το… …   Dictionary of Greek

  • Ἔμπροσθεν κρημνός, ὄπισθεν λύκοι. — ἔμπροσθεν κρημνός, ὄπισθεν λύκοι. См. Меж двух огней …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κρημνοί — κρημνός overhanging bank masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρημνούς — κρημνός overhanging bank masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρημνόν — κρημνός overhanging bank masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκρεμός — και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το) ψηλός και απότομος βράχος μσν. νεοελλ. 1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος 2. δύσκολες περιστάσεις νεοελλ. «μπρος γκρεμός και πίσω …   Dictionary of Greek

  • κατάκρημνος — κατάκρημνος, ον (AM) απόκρημνος, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρημνος (< κρημνός), πρβλ. από κρημνος, περί κρημνος] …   Dictionary of Greek

  • πολύκρημνος — ον, ΜΑ (για τόπο) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρημνος (< κρημνός «γκρεμός, φαράγγι»), πρβλ. βαθύ κρημνος, υψί κρημνος) …   Dictionary of Greek

  • παράκρημνος — ον, Α 1. (για χείλος γκρεμού) κρημνώδης στα πλάγια, απότομος 2. (γενικά) απόκρημνος («πρὸς χωρία πετρώδη και παράκρημνα», Πλούτ.) 3. (για ποτάμι) αυτός που έχει κρημνώδεις όχθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κρημνός (πρβλ. από κρημνος, κατά κρημνος)] …   Dictionary of Greek

  • περίκρημνος — ον, Α απόκρημνος, απότομος από όλες τις πλευρές («λόφος ἐλείπετο πετρώδης καὶ περίκρημνος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κρημνός (πρβλ. από κρημνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”