προβατεύω

προβατεύω

προβατεύω, Vieh, bes. Schafe halten, App. B. C. 1, 7; hüten, Crinag. 39 (VII, 636); γῆ ἀνεπιτήδειος προβατεύεσϑαι, zur Viehzucht untauglich, D. Hal. 1, 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προβατεύω — Α [προβατεύς] 1. διατηρώ, εκτρέφω πρόβατα 2. βόσκω πρόβατα, είμαι ποιμένας προβάτων 3. παθ. προβατεύομαι βόσκομαι, τρώγομαι από πρόβατα …   Dictionary of Greek

  • προβατεύει — προβατεύω keep cattle pres ind mp 2nd sg προβατεύω keep cattle pres ind act 3rd sg προβατεύω keep cattle pres ind mp 2nd sg προβατεύω keep cattle pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατεύουσι — προβατεύω keep cattle pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προβατεύω keep cattle pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προβατεύω keep cattle pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προβατεύω keep cattle… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατευομένης — προβατεύω keep cattle pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) προβατεύω keep cattle pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατεύειν — προβατεύω keep cattle pres inf act (attic epic) προβατεύω keep cattle pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατεύεσθαι — προβατεύω keep cattle pres inf mp προβατεύω keep cattle pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπροβάτευον — προβατεύω keep cattle imperf ind act 3rd pl προβατεύω keep cattle imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατεία — ἡ, Α [προβατεύω] 1. η φύλαξη και η φροντίδα προβάτων 2. συνεκδ. ο βίος και το επάγγελμα τού ποιμένα («Αίγικορεῑς δὲ τοὺς ἐπὶ νομαῑς καὶ προβατείαις διατρίβοντας», Πλούτ.) 3. περιουσία σε πρόβατα ή ποίμνιο προβάτων, πρόβασις* …   Dictionary of Greek

  • προβατευτής — ὁ, Α [προβατεύω] βοσκός προβάτων, προβατάρης …   Dictionary of Greek

  • προβατευτικός — ή, όν, Α [προβατεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πρόβατα 2. φρ. α) «κύων προβατευτικός» τσοπανόσκυλο β) «προβατευτική τέχνη» η τέχνη τής εκτροφής και τής συντήρησης προβάτων …   Dictionary of Greek

  • προβατεύσιμος — ον, Α [προβατεύω] κατάλληλος για βοσκή προβάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”