- προβατευτής
προβατευτής, ὁ, der Vieh, besonders der Schafe hält, Poll. 7, 184.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβατευτής, ὁ, der Vieh, besonders der Schafe hält, Poll. 7, 184.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβατευτής — ὁ, Α [προβατεύω] βοσκός προβάτων, προβατάρης … Dictionary of Greek
προβατευταί — προβατευτής grazier masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατεύς — έως, ό, Α 1. ο προβατευτής* 2. ως κύριο όν. Προβατεύς τίτλος έργου τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek