κρησέρα

κρησέρα

κρησέρα, , seines Mehlsieb oder Beuteltuch zum Reinigen des Mehles; Ar. Eccl. 991 nach richtiger Lesart; nach Poll. 6, 74 ἐξ ἐρίου u. von ἀλευρότησις unterschieden, nach Phot. lex. ὀϑόνιον ἀραιόν; nach Theognost. p. 91 τὸ παχὺ ἱμάτιον. – A uch ein kleines Netz zum Fangen kleiner Fische, Phot., vgl. Ael. H. A. 2, 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρησέρα — κρησέρᾱ , κρησέρα flour sieve fem nom/voc/acc dual κρησέρᾱ , κρησέρα flour sieve fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρησέρα — κρησέρα, ἡ (Α) βλ. κρησάρα …   Dictionary of Greek

  • κρησέραν — κρησέρᾱν , κρησέρα flour sieve fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρησέρης — κρησέρα flour sieve fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρησέρῃ — κρησέρα flour sieve fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

  • κρησάρα — η (Α κρησέρα, ιων. τ. κρησέρη, ελεατ. κραἅρα) λεπτό κόσκινο με το οποίο καθαρίζεται το αλεύρι από τα πίτουρα, αλλ. σήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα έρα (πρβλ. διφθ έρα, χολ έρα). Προβληματική παραμένει η προέλευση τού θ.… …   Dictionary of Greek

  • κρησέριον — κρησέριον, τό (AM) [κρησέρα] μσν. λεπτό αλιευτικό δίχτυ αρχ. υποκορ. τού κρησέρα …   Dictionary of Greek

  • κρησερίτης — κρησερίτης, ὁ (Α) φρ. «κρησερίτης ἄρτος» ψωμί παρασκευασμένο από λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι, κρησαριστό ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρησέρα + κατάλ. ίτης (πρβλ. κλιβαν ίτης, φουρν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κυρσερίδες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῑα, κυψελίδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος και, κατά μία άποψη, προήλθε από *κυρσέρα, με πιθ. επίδραση τού κρησέρα «κόσκινο»] …   Dictionary of Greek

  • (s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- —     (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē     English meaning: to cut     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden”     Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”