γραμμή

γραμμή

γραμμή, , 1) Linie, Strich, Plat. Prot. 326 d; bes. im mathemat. Sinne, z. B. Meno, Euclid.; Umriß einer Zeichnung, Pol. 2, 14, 8; Luc. Imag. 3; πάσαις ταῖς γραμμαῖς ἀπηκριβωμένη εἰκών 16; vgl. Plut. aud. poet. 2. – 2) der Strich, der den Anfang u. das Ende der Rennbahn bezeichnete, Schol. Pind. P. 9, 122, der das Sprichwort μὴ κίνει γραμμήν darauf zurückführt; also die Schranken, Ar. Ach. 483; das Ziel, das Ende, Pind. P. 9, 122; πρὶν ἂν πέλας γραμμῆς ἵκηται καὶ τέλος κάμψῃ βίου Eur. El. 955; ἀπὸ γραμμῆς, = ἀπ' ἀρχῆς, B. A. 426. – 3) αἱ γραμμαί, das mit Linien bezeichnete Spielbrett, πεσσός Poll. 9, 98; τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖ λίϑον Theocr. 6, 18 bezieht sich auf das unter ἱερός aufgeführte Sprichwort; s. auch διαγραμμίζω; – διὰ γραμμῆς παίζειν Plat. Theaet. 181 a, = διελκυστίνδα, Poll. 9, 112. – 4) γραμμὴ μακρά, der lange Strich, den die Richter auf den Stimmtäfelchen als Zeichen der Verurtheilung zogen, Poll. 8, 16; vgl. Schol. Ar. Vesp. 106.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γραμμῇ — γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμή — stroke fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

  • γραμμή — η 1. (γεωμ.), επίπεδο σχήμα που έχει μία μόνο διάσταση, το μήκος: Ευθεία γραμμή. – Τεθλασμένη γραμμή. 2. όριο υπαρκτό ή ιδεατό ανάμεσα σε δύο εκτάσεις: Η γραμμή του ορίζοντα. 3. σειρά λέξεων, αράδα: Τόσα χρόνια που λείπει δε μου έγραψε ούτε μια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμή των τροπών ή των ηλιοστασίων — (Αστρον.). Η διάμετρος EE’ της εκλειπτικής που είναι κάθετη στη γραμμή των ισημερινών, τη γραμμή δηλαδή που ενώνει τα δύο ισημερινά σημεία γ και Γ’. Τα σημεία Ε και E’ διακρίνονται μεταξύ τους από το ότι η απόκλιση του Ήλιου στο βόρειο σημείο Ε… …   Dictionary of Greek

  • γραμμή των συνδέσμων — (Αστρον.).Η ευθεία κατά την οποία το επίπεδο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος τέμνει το κύριο επίπεδο, που περνάει από το κεντρικό σώμα. Το κέντρο της ουράνιας σφαίρας βρίσκεται στο κεντρικό σώμα και τα σημεία που η γ. των σ. τέμνει την ουράνια… …   Dictionary of Greek

  • ίσαλος γραμμή — Η γραμμή κατά μήκος της οποίας η επιφάνεια της θάλασσας εφάπτεται με τα τοιχώματα του πλοίου, υπό κανονικές συνθήκες πλεύσης και ευστάθειας …   Dictionary of Greek

  • γραμμῆι — γραμμῇ , γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμαῖς — γραμμή stroke fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμαῖσι — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμαῖσιν — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”