κρεῖον

κρεῖον

κρεῖον, τό, Küchentisch od. Fleischbank, auf welcher das Fleisch zugerichtet u. zerlegt wurde, Il. 9, 206, wo Einige es minder gut für »Fleischkessel«, »Fleischtopf« nehmen; Hesych. erkl. κρήϊον durch κρεωϑήκη, κρεοδόχον λέβητα. – Eine Art Kuchen, bei Ath. XIV, 645 d. – Bei Euphor. Ir. 133 Mein. auch = κρέας.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρείον — κρεῑον, ιων. τ. κρήϊον, τὸ (Α) 1. τραπέζι ή σανίδα πάνω στην οποία κοβόταν και παρασκευαζόταν το κρέας 2. κρέας 3. είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *κρέ ειον (< θ. κρε τού κρέας) με υφαίρεση. Ο τ. κρήϊον, που απαντά στον Ησύχ.,… …   Dictionary of Greek

  • κρεῖον — κρείων ruler masc voc sg κρεῖον meat tray neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρεῖον — Κρείων ruler masc voc sg Κρεῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεῖα — κρεῖον meat tray neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρείω — κρεί̱ω , κρεῖον meat tray neut nom/voc/acc dual κρεί̱ω , κρεῖον meat tray neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Crivs — CRIVS, i, Gr. Κρῖος, ου, (⇒ Tab. II.) des Himmels und der Erde Sohn, Apollod. lib. I. c. 1. §. 3. welcher mit der Euryböa, des Pontus Tochter, den Asträus, Pallas und Perses zeugete, Id. ib. c. 2. und sonst einerley mit dem Kreus ist, da ihn die… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • RHEA — I. RHEA Caeli et Terrae filia, Hesiod. in Theogon. v. 133. ubi de Terrae filiis: Οὐρανῷ εὐνηθεῖςα, τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖόν τε Κρεῖον θ᾿ Υ῾περίονά τ᾿ Ι᾿απετόν τε, Θεῖαν´ τε Ρ῾εῖάν τε, Θέμιν τε Μνημοςύνηντε. At Orpheus in Hymnis Rheam primam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • κρήινον — κρήϊνον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) τόπος όπου φυλάγονταν τα τρόφιμα, κελάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, αντί κρέϊνον (< κρέας + επίθημα ινον), βλ. και κρήιον / κρείον] …   Dictionary of Greek

  • κρήιον — κρήϊον, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. κρείον …   Dictionary of Greek

  • Αργολίδα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου. Στην αρχαιότητα το όνομα αυτό είχε η περιοχή που εκτεινόταν από τον Ισθμό της Κορίνθου έως τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, από τον Σαρωνικό και Κορινθιακό έως τον Αργολικό κόλπο στα Ν, την Αρκαδία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”