- κρε-άγρευτος
κρε-άγρευτος, das Fleisch fortnehmend, abreißend, πέτραι Lycophr. 759, v. l. κρεάγραπτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρε-άγρευτος, das Fleisch fortnehmend, abreißend, πέτραι Lycophr. 759, v. l. κρεάγραπτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρεάγρευτος — κρεάγρευτος, ον (Α) (για βράχους) αυτός που ξεσχίζει, που αποσπά το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + ἀγρευτός < ἀγρεύω «συλλαμβάνω»] … Dictionary of Greek