- προ-γένειος
προ-γένειος, mit vorstehendem Kinn, Theocr. 3, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-γένειος, mit vorstehendem Kinn, Theocr. 3, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προγένειος — ον, Α αυτός που έχει προτεταμένο γένειο, αυτός που έχει μακριά γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γένειος (< γένειον «πώγων»), πρβλ. συγ γένειος] … Dictionary of Greek