κραπαταλός

κραπαταλός

κραπαταλός, , Accent nach Arcad. p. 54, 10; so nannte Pherecrat. bei Poll. 9, 83 und Ath. XIV, 646 c in der gleichnamigen Comödie eine im Hades gangbare Münze; vgl. Runkel Phereer. frg. p. 33. – Nach Hesych. = μωρός. – Auch eine Art von Fischen, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κραπαταλός — και κραπαταλλός και κραπάταλος, ὁ (Α) 1. είδος ευτελούς ψαριού 2. είδος ζυμαρικού 3. μωρός, ανόητος 4. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Κραπαταλοί τίτλος κωμωδίας τού Φερεκράτους, στην οποία ο συγγραφέας λέγει ότι ο κραπαταλός χρησιμοποιείται αντί… …   Dictionary of Greek

  • κραπαταλίας — κραπαταλίας, ὁ (Α) [κραπαταλός] επιπόλαιος, ανόητος …   Dictionary of Greek

  • Φερεκράτης — Αθηναίος ηθοποιός και κωμωδιογράφος της αρχαίας αττικής κωμωδίας. H δράση του σημειώνεται στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ., λίγο πριν από τον Αριστοφάνη. Του αποδίδονται πολλές κωμωδίες, από τις οποίες οι τρεις θεωρούνται νόθες. Οι τίτλοι τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”