προ-κάμνω

προ-κάμνω

προ-κάμνω (s. κάμνω), vorarbeiten, sich vorher anstrengen, Theogn. 921; sich für Einen anstrengen, τινός, Soph. Ai. 1249 u. Sp.; – vorher krank sein, leiden, εἴ τις προέκαμνέ τι, Thuc. 2, 49. vgl. 2, 39, dah. vorher ermatten, μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον, Aesch. Eum. 78, μὴ προκάμητε πόδα, Eur. Herc. F. 119, Ael. V. H. 14, 6 setzt προκάμνειν τῶν ἐπιόντων, entgegen dem ἐπικάμνειν ἐπὶ παρεληλυϑότων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προκάμνω — Α 1. εργάζομαι, κοπιάζω εκ τών προτέρων 2. κοπιάζω για να υπερασπιστώ κάποιον 3. αποκάμνω («μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκουλόμενος πόνον», Αισχύλ.) 4. έχω προηγούμενη ασθένεια, πάσχω από κάτι εκ τών προτέρων 5. στενοχωριέμαι εκ τών προτέρων για κάτι.… …   Dictionary of Greek

  • λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”