κρότος

κρότος

κρότος, (mit κρούω zusammenhangend), jedes durch Schlagen, Stampfen, Klatschen entstehende Geräusch; z. B. χειρῶν, Händeklatschen, das Zeichen der Freude u. des Beifalls, Ar. Ran. 156; καὶ γέλως Plat. Lach. 184 a; κρότοι ἐπαίνους ἀποδιδόντες Legg. III, 700 c; ϑόρυβον καὶ κρότον τοιοῠτον, ὡς ἂν ἐπαινοῠντές τε καὶ συνησϑέντες ἐποιήσατε Dem. 21, 14; ἐνόπλιος, Waffenlärm, Plut. Mar. 22; κρότον ἄρασϑαι, Lärm erheben, Crass. 33. – Auch vom Tanze, παννυχίοις ποδῶν κρότοισι Eur. Heracl. 783, wie ἀέριον ἀνὰ κρότον ποδῶν Troad. 546; σικινίδων Cycl. 37; – von der Rede, Wortschall, τῶν Δημοσϑενικῶν λόγων Luc. Dem. enc. 15, vgl. 32; auch a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κρότος — rattling noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρότος — rattling noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… …   Dictionary of Greek

  • κρότος — ο 1. κρότος που προέρχεται από κρούση ή σύγκρουση, πάταγος, βρόντος: Ακούστηκαν κρότοι πυροβολισμού. 2. ισχυρή εντύπωση, φήμη: Το άρθρο αυτό έκανε μεγάλο κρότο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρότε — Κρότος rattling noise masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρότε — κρότος rattling noise masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρότοι — Κρότος rattling noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρότοι — κρότος rattling noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρότοις — Κρότος rattling noise masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρότοις — κρότος rattling noise masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρότοισι — Κρότος rattling noise masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”