κρωβύλος

κρωβύλος

κρωβύλος, (so der Accent nach Arcad. 56, 11, eigtl. = κορυμβύλος), eine Art Haarflechte, Haarschopf, mitten auf dem Scheitel emporstehend, χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν Thuc. 1, 6, nach dem Schol. εἶδος πλέγματος τῶν τρι χῶν ἀπὸ ἑκατέρων εἰς ὀξὺ ἀπολῆγον; vgl. Schol. Ai. Vesp. 1259 u. Nubb. 980. Es war bei den Athenern bes. die Haartracht der vornehmen Kinder, entsprechend dem κόρυμβος der Jungfrauen. Obwohl bei Ath. XII, 512 b u. Ael. V. H. 4, 22 in derselben Vrbdg κορύμβους steht. – Bei Xen. An. 5, 4, 13, εἶχον κράνη σκύτινα κρωβύλον ἔχοντα κατὰ μέσον τιαροειδῆ, ist es ein Haarbüschel auf dem Helme.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρωβύλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρώβυλος — roll masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρώβυλος — roll masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωβύλος — (4ος; αι. π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Άκμασε στις περιόδους της Μέσης και της Νέας κωμωδίας. Έγραψε τα έργα Απαγχομένη, Απολείπουσα και Ψευδοϋποβολιμαίος, αποσπάσματα των οποίων αναφέρονται από τον Αθήναιο. Ήταν πιθανότατα σύγχρονος του ρήτορα Υπερείδη …   Dictionary of Greek

  • κρωβύλου — κρώβυλος roll masc gen sg κρωβύλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωβύλους — κρώβυλος roll masc acc pl κρωβύλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωβύλων — κρώβυλος roll masc gen pl κρωβύλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωβύλῳ — κρώβυλος roll masc dat sg κρωβύλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωβύλον — κρωβύλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρωβύλου — Κρώβυλος roll masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρωβύλους — Κρώβυλος roll masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”