κρυψί-ποθος

κρυψί-ποθος

κρυψί-ποθος, seine Sehnsucht, Liebe verheimlichend, E. M. 543, 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυσίποθος — λυσίποθος, ον (Α) αυτός που ελευθερώνει από τον πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. κρυψί ποθος, τηξί ποθος] …   Dictionary of Greek

  • πολύποθος — ον, Μ αυτός που εκφράζει σφοδρό πόθο («ἀηδόνιν μου πολύποθον, ἐρωτικόν μου ἀηδόνιν», Διήγ. Αχιλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πόθος (πρβλ. κρυψί ποθος)] …   Dictionary of Greek

  • κρυψίποθος — κρυψίποθος, ον (Α) αυτός που έχει κρυφούς πόθους, που κρύβει τις επιθυμίες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. λυσί ποθος, τηξί ποθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”