μύτις

μύτις

μύτις, ιδος, ἡ, der innere Theil des Dintenfisches, der die Stelle der Leber vertritt; Arist. H. A. 4, 1; Plut. Sol. an. 26 (wo μύστις f. L.); nach Galen. auch τὸ ἐν τῷ σηπίας στόματι μέλαν. – Bei Hesych. auch μυττίς geschrieben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύτις — μύτις, ἡ (ΑΜ) μύτη, ρύγχος αρχ. 1. το μέρος τών σπλάγχνων τών μαλακίων που αντιστοιχεί στο ήπαρ 2. μυττίς * 3. (κατά τον Ησύχ.) «μύτις ἰχθύς θήλεια, ἥτις ἄνευ ἄρρενος οὐ νέμεται καὶ ὁ ἐν[ν]εός καὶ ὁ μὴ λαλῶν καὶ ὁ πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκλελυμένος».… …   Dictionary of Greek

  • μύτις — that part of molluscs which answers to the liver fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύτι — μύτις that part of molluscs which answers to the liver fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύτιδα — μύτις that part of molluscs which answers to the liver fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύτιδι — μύτις that part of molluscs which answers to the liver fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύτιδος — μύτις that part of molluscs which answers to the liver fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύτιν — μύτις that part of molluscs which answers to the liver fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • μυττός — μυττός, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐν[ν]εός (άφωνος) καὶ τὸ γυναικεῑον (αἰδοῑον)». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «άφωνος» συνδέεται με τις συνώνυμες λ. μυττός και μύτις. Δεν είναι βέβαιο αν τα ττ ανάγονται σε κy , (μυττός < *μυ κy ός), ενώ είναι… …   Dictionary of Greek

  • μυττίς — μυττίς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μέλαν τῆς σηπίας, θολός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. μύτις* (βλ. και λ. μύτη)] …   Dictionary of Greek

  • μύτης — μύτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυττός». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει διορθωθεί σε μύτις*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”