προ-γονικός

προ-γονικός

προ-γονικός, ή, όν, die Vorfahren betreffend; δόξα, Pol. 13, 6, 3; πράξεις, 3, 62, 2; Luc. de salt. 79.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πατρογονικός — ή, ό 1. ο προγονικός, ο προερχόμενος από τον πατέρα, ο κληρονομημένος από τον πατέρα («πατρογονικά κτήματα» τα κληρονομικά κτήματα) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πατρογονικά οι πρόγονοι 3. φρ. «πατρογονικός νόμος» βιολ. ο νόμος τής πατρογονίας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”