μόν-ωτος

μόν-ωτος

μόν-ωτος, = μονούατος, mit einem Henkel; ποτήριον Ath. XI, 467, κώϑων 484 c; κοτυλίσκος Poll. 6, 96. – Auch = μόναπος, Antig. Car. 58.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μόνωτος — η, ο (Α μόνωτος, ον) (για αγγείο) αυτός που έχει μία λαβή νεοελλ. αυτός που έχει ένα αφτί αρχ. το ζώο μόναπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωτος (< οὖς, ὠτός), πρβλ. τρί ωτος] …   Dictionary of Greek

  • μονωτοκάρδια — τα ζωολ. τάξη γαστερόποδων μαλακίων η οποία περιλαμβάνει 23.000 περίπου είδη, με σπειροειδές όστρακο, ένα μόνο βράγχιο, έναν νεφρό και μία καρδιακή βαλβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monotocardia (μον[ο] * + οὖς, ὠτός + καρδία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”