μωλύω

μωλύω

μωλύω, auch μωλύνω, entkräften, erschöpfen, im med. u. pass. schwächer werden, allmälig vergehen, Galen., VLL. erkl. ἀμβλύνειν καὶ κωλύειν, Hesych. aus Soph. fr. 620 μεμωλυσμένη, παρειμένη. – Vom Fleisch u. anderen Speisen, allmälig geröstet, gar werden, act. u. med., μωλύον κρέας wird B. A. 52 erkl. τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστώς; vgl. μωλυτὰ μέλη Maneth. 4, 254. So ist auch Heliod. 2, 19 κρέα πρὸς ὀλίγον τῷ πυρὶ μεμωλυσμένα für μεμολυσμένα zu schreiben, wie Arist, meteor. 4, 3 p. 381 a 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μωλύω — και μωλύνω (Α) 1. (για κρέας) λειώνω βαθμηδόν καθώς ψήνομαι 2. (συν. το μέσ.) μωλύομαι και μωλύνομαι α) δεν βράζω τελείως, υποβράζω, σιγοβράζω β) (για πληγές) i) δεν φθάνω σε ωρίμαση, μαραίνομαι, εξαφανίζομαι σιγά σιγά ii) καταλήγω σε σήψη,… …   Dictionary of Greek

  • μώλυς — μῶλυς, υ, γεν. υος (Α) 1. εξαντλημένος, ασθενής, βραδύς, νωχελής, νωθρός 2. μτφ. αδύνατος ως προς τον νου, ανόητος 3. φρ. «μῶλυς ῥίζα» μώλυ * 4. (κατά τον Ησύχ.) «μῶλυς ὁ ἀμαθής μωλύτερον ἀμβλύτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητικό παρ.… …   Dictionary of Greek

  • μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά …   Dictionary of Greek

  • μωλυτός — μωλυτός, ή, όν (Α) [μωλύω] εντελώς εξαντλημένος, παραλυμένος, αδύνατος …   Dictionary of Greek

  • μωλύνω — (Α) βλ. μωλύω …   Dictionary of Greek

  • μωλύτης — και μωλυτής, ὁ (Α) [μωλύω] 1. αυτός που σιγοβράζει 2. φλύαρος, άνοστος πολυλογάς 3. μώλος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”