- πρός-κολλος
πρός-κολλος, dor. ποτίκολλος, = προςκολλητός, Pind. frg. 280, ποτίκολλον ἅτε ξύλον ξύλῳ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρός-κολλος, dor. ποτίκολλος, = προςκολλητός, Pind. frg. 280, ποτίκολλον ἅτε ξύλον ξύλῳ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτίκολλος — ον, Α (ποιητ. και δωρ. τ.) ο πρόσκολλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος, σύγ κολλος] … Dictionary of Greek