μυλο-εργής, ές, auf der Mühle gearbeitet, gemahlen, Nic. Al. 550.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαεργής — λαεργής, ές (Α) κατασκευασμένος από λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργής, μυλο εργής] … Dictionary of Greek
μυλοεργής — μυλοεργής, ές (Α) κατεργασμένος, αλεσμένος σε μύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργής] … Dictionary of Greek