- νυκτι-λόχος
νυκτι-λόχος, bei Nacht auflauernd, Sp.; VLL. erkl. λῃστής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτι-λόχος, bei Nacht auflauernd, Sp.; VLL. erkl. λῃστής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτιλόχος — νυκτιλόχος, ον (ΑΜ) αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη νύχτα («τὸ αἴτιον νυκτιλόχος μανία» η μανία που εκδηλώνεται κατά τη νύχτα, Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λόχος (πρβλ. βωμο λόχος)] … Dictionary of Greek