- νυκτερευτής
νυκτερευτής, ὁ, der bei Nacht Etwas thut, bes. ein Jäger bei Nacht, Plat. Legg. VII, 824 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτερευτής, ὁ, der bei Nacht Etwas thut, bes. ein Jäger bei Nacht, Plat. Legg. VII, 824 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτερευτής — (nyctereutes procyonoides). Θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών της τάξης των σαρκοφάγων. Λέγεται και βιβερρίδης ή μοσχαγαλίδης σκύλος, γιατί το επίμηκες σώμα του μοιάζει με τις μοσχογαλές ή βιβέρες, αν και η γενική εμφάνιση και η συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
νυκτερευτήν — νυκτερευτής one who hunts masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)