- μυωπάζω
μυωπάζω, kurzsichtig sein, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυωπάζω, kurzsichtig sein, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυωπάζω — blink pres subj act 1st sg μυωπάζω blink pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυωπάζω — (ΑΜ μυωπάζω) μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία νεοελλ. μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν… … Dictionary of Greek
μυωπαζόντων — μυωπάζω blink pres part act masc/neut gen pl μυωπάζω blink pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυωπάζει — μυωπάζω blink pres ind mp 2nd sg μυωπάζω blink pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυωπαζούσῃ — μυωπάζω blink pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυωπάζοντας — μυωπάζω blink pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυωπάζοντες — μυωπάζω blink pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυωπάζων — μυωπάζω blink pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυωπάσαντες — μυωπάζω blink aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυωπιάζω — (ΑΜ) (κατά το λεξ. Σούδα) μυωπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μυωπάζω με επίδραση τού αμάρτυρου *μυωπιάω] … Dictionary of Greek