- μυχό-πεδον
μυχό-πεδον, τό, nach Phot. γῆς βάϑος, Αἵδης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυχό-πεδον, τό, nach Phot. γῆς βάϑος, Αἵδης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεδόθεν — Α (τοπ. επίρρ.) 1. από τη γη, από το έδαφος και προς τα πάνω («πεδόθεν δ ἐτινάσσετο μακρὸς Ὄλυμπος», Ησίοδ.) 2. από τον βυθό 3. από την αρχή 4. μτφ. από το βάθος τής καρδιάς («οἵ τοι πεδόθεν φίλοι εἰσὶν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + επιρρμ.… … Dictionary of Greek