- μυστηριῶτις
μυστηριῶτις, ιδος, ἡ (fem. zu einem nicht vorkommenden μυστηριώτης), zu den Mysterien gehörig, σπονδαί, der Waffenstillstand während der Feier der eleusinischen Mysterien, Aesch. 2, 133; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυστηριῶτις, ιδος, ἡ (fem. zu einem nicht vorkommenden μυστηριώτης), zu den Mysterien gehörig, σπονδαί, der Waffenstillstand während der Feier der eleusinischen Mysterien, Aesch. 2, 133; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυστηριώτις — μυστηριῶτις, ιδος, ἡ (ΑΜ) αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στα μυστήρια ή η σχετική με τα μυστήρια, η προορισμένη για τα μυστήρια («μυστηριώτιδες σπονδαί» ανακωχές όπλων κατά την τελετή τών ελευσινίων μυστηρίων, Αισχίν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστήριον +… … Dictionary of Greek
μυστηριώτιδας — μυστηριώ̱τιδας , μυστηριῶτις of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστηριώτιδες — μυστηριώ̱τιδες , μυστηριῶτις of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστηριώτιδος — μυστηριώ̱τιδος , μυστηριῶτις of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)