- προ-εξ-αν-άγομαι
προ-εξ-αν-άγομαι (s. ἄγω), pass., sich vorher hinaus auf die hohe See begeben, D. Hal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εξ-αν-άγομαι (s. ἄγω), pass., sich vorher hinaus auf die hohe See begeben, D. Hal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προγενής — ές, Α 1. ο γεννημένος πρωτύτερα 2. (κατ επέκτ.) παλαιός, αρχαίος, πανάρχαιος («ὦ γῆς Θήβης ἄστυ πατρῷον καὶ θεοὶ προγενεῑς, ἄγομαι δὴ κοὐκέτι μέλλων», Σοφ.) 3. προηγούμενος 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προγενεῑς οι παλαιότεροι άνθρωποι, αυτοί… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek