- βροτό-γηρυς
βροτό-γηρυς, ψιττακός, mit menschlicher Stimme, Crinag. 27 (IX, 562).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βροτό-γηρυς, ψιττακός, mit menschlicher Stimme, Crinag. 27 (IX, 562).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειλιχόγηρυς — μειλιχόγηρυς, υ (Α) αυτός που μιλάει ήρεμα, γλυκά, ευχάριστα ή καθησυχαστικά, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. βροτό γηρυς, ποικιλό γηρυς)] … Dictionary of Greek