βραδύς

βραδύς

βραδύς, εῖα, ύ, langsam; βραδέες ἵπποι Iliad. 8, 104; Gegensatz ὠκύς Odyss. 8, 329 κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν, ὡς καὶ νῦν Ἥφαιστος ἐὼν βραδὺς εἷλεν Ἄρηα, ὠκύτατόν περ ἐόντα ϑεῶν; Gegensatz ταχύς Plat. Tim. 80 a; ϑᾶττον καὶ βραδύτερον Phil. 25 c; ὀξύς Thuc.; ποδωκέστατοιβραδύτατοι Xen. Cyn. 5, 17; τὸ βραδύ, die Langsamkeit, Plat. Legg. VI, 766 e; c. inf., ὠφελεῖν πάτραν, saumselig, Eur. bei Ar. Ran. 1427. – Vom Geiste, dem ἀγχίνους entgeggstzt, Plat. Phaedr. 239 a; vgl. Iliad. 10, 226. – Von der Zeit, spät, Thuc. 7, 43; σὺν χρόνῳ βραδεῖ μολών Soph. Tr. 395; ὀψὲ καὶ βραδὺ τῆς ἡλικίας Heliod. 2, 29; βραδέως τῆς ἡμέρας D. L. 2, 139. – Comparat. gew. βραδύτερος, βραδύτατος; auch βραδίων, Hes. O. 526; Plut. Fab. 12; βράσσων (aus βραδίων) Hom. Iliad. 10, 226 ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος λεπτὴ δέ τε μῆτις; aber Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῠ ἐλάσσων. οὐδαμοῠ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. ἀποδοτέον οὖν βρασσόμενος, ταρασσόμενος διὰ τὸ δέος, οὐχ ἑστηκὼς διὰ τὴν ἀγωνίαν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦϑα κέχρηται τῇ λέξει. Vgl. unter βράζω, βραχύς und βράσσων. – Superl. βράδιστος, E. M.; βάρδιστος, s. oben besonders.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βραδύς — slow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύς — εία, ύ (AM βραδύς, εῑα, ύ) αργός, μη ταχύς αρχ. 1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος 2. διστακτικός, αναποφάσιστος 3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει… …   Dictionary of Greek

  • βραδύς, -εία, -ύ — επίρρ., βραδέως ο αργός, ο βαρύς, ο δυσκίνητος: Είναι τόσο βραδύς, που του παίρνει ώρες για να τελειώσει οτιδήποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν. — См. Тише едешь, дальше будешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βραδέα — βραδύς slow neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βραδέᾱ , βραδύς slow fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βραδύς slow fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτάτω — βραδύς slow masc/neut nom/voc/acc dual βραδύς slow masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτάτων — βραδύς slow fem gen pl βραδύς slow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτέρω — βραδύς slow masc/neut nom/voc/acc dual βραδύς slow masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτέρων — βραδύς slow fem gen pl βραδύς slow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτέρως — βραδύς slow adverbial βραδύς slow masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδέως — βραδύς slow indeclform (adverb) βραδύς slow adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”