- προικίδιον
προικίδιον, τό, dim. von προΐξ, Plut. amator. 21 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προικίδιον, τό, dim. von προΐξ, Plut. amator. 21 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προικίδιον — τὸ, Α [προίξ, κός] υποκορ. τού προίξ … Dictionary of Greek
προικιδίοις — προικίδιον neut dat pl προικίδιος forming a dowry masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)