ΚΡΆΤος

ΚΡΆΤος

ΚΡΆΤος, τό (vgl. ΚΡΑΣ), – 1) Stärke, Kraft, bes. Leibesstärke; τὸν Λυκόοργος ἔπεφνε δόλῳ οὔ τι κράτεΐ γε Il. 7, 142; ἔχει ἥβης ἄνϑος, ὅ τε κράτος ἐσίὶ μέγιστον 13, 484, so vom Adler 24, 293, von Polyphem Od. 1, 70. Auch von Sachen, z. B. Feste, Härtigkeit des Eisens, Od. 9, 394. – Gewalt, Κύϑηρα ἑλεῖν κατὰ κράτος, mit Gewalt, mit Sturm nehmen, Isocr. 4, 119; κατὰ κράτος ἡ Ποτίδαια ἐπολιορκεῖτο, mit aller Macht, Thuc. 1, 64; auch πολεμεῖν τινι κατὰ κρ., Plat. Legg. III, 692 d; – φεύγειν κ. κρ., wie auch wir sagen »aus Leibeskräften«, Xen. Cyr. 4, 2, 30; ἐλαύνειν, im Galopp reiten, An. 1, 8, 1 re equ. 8, 10; ἐξελέγχεσϑαι Dem. 34, 20, u. A. – Xen. Cyr. 1, 4, 23 u. Sp. brauchen so auch ἀνὰ κράτος. – Τὰ κράτη, Gewaltthaten, Soph. Ant. 481. – 2) Gewalt, Herrschaft; τοῦ γὰρ κράτος ἔστ' ἐνὶ οἴκῳ Od. 1, 359; αἰτουμένῳ μοι δὸς κράτος τῶν σῶν δόμων Aesch. Ch. 473; πᾶν κράτος ἔχων χϑονός Suppi. 420; ἀρχῆς λαβέσϑαι καὶ κράτους τυραννικοῠ vrbdt Soph. O. C. 374; auch im plur., τά γ' αὔϑ' ἕξει κράτη O. R. 586, wie κράτη δὴ πάντα καὶ ϑρόνους ἔχω Ant. 173; vgl. Aesch. Ch. 1 u. Ar. Ran. 1127; in Prosa, τὸ γὰρ κράτος εἶχε τῆς στρατιῆς Her. 9, 42, vgl. 3, 81; τῆς ϑαλάσσης κράτος, Oberbefehl zur See, Thuc. 1, 143. – 31 Obergewalt, Oberhand, Sieg; ϑεὸς δώσει κράτος ᾧ κ' ἐϑέλῃσιν Od. 21, 280, vgl. Il. 11, 753, öfter; Hes. Sc. 328; so auch die Tragg., Aesch. Ag. 917 Suppl. 1054, εἴη δὲ νίκη καὶ κράτη τοῖς ἄρσεσιν 929; οἷς ἂν σὺ προςϑῇ, τοῖςδ' ἔφασκ' εἶναι κράτος Soph. O. C. 1332; γυναιξὶν ἀρσένων ἔσται κράτος Eur. Hel. 877; auch in Prosa, νίκην καὶ κράτος τῶν πολεμίων Plat. Legg. XII, 962 a, wie κράτος πολέμου καὶ νίκην αὐτοῖς διδόναι Dem. 19, 130.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κράτος — strength neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • κράτος — το ους 1. οργανωμένη πολιτεία, οι αρχές, κυβέρνηση, διοίκηση. 2. δύναμη, ισχύς: Μεγάλο είναι το κράτος του νόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρατός — κρᾱτός , κράς head fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράτος — Κράτης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλη-κράτος — Ιδιότυπη μορφή κράτους που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Φαίνεται πλέον εξακριβωμένο ότι οι πρώτες πόλεις κράτη εμφανίστηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας, όπου για λόγους άμυνας οι πρώτοι Έλληνες άποικοι οργανώθηκαν σε στερεές αμυντικές θέσεις …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”