- προικο-δοτής
προικο-δοτής, ὁ, der eine Gabe giebt, der umsonst giebt, Schol. min. Il. 13, 382.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προικο-δοτής, ὁ, der eine Gabe giebt, der umsonst giebt, Schol. min. Il. 13, 382.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπνοδότης — ὁ, θηλ. ύπνοδότειρα και ὑπνοδῶτις, ώτιδος, Α αυτός που φέρνει ύπνο, που αποκοιμίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, προικο δότης] … Dictionary of Greek